καθυπακούω

καθυπακούω
καθυπ-ᾰκούω,
A consent,

σῖτον ἀποδόσθαι τῆς καλῶς ἐχούσης τιμῆς IG 7.4262.4

(Oropus, iii/ii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καθυπακούω — (AM) μσν. υποβάλλω αρχ. επιγρ. συγκατατίθεμαι, συναινώ, συμφωνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* + ὑπ ακούω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”